Η  αναγεννησιακή  Αντίμπ, η  αρχαία  ελληνική  Αντίπολις, η  τρίτη  μεγαλύτερη  μασσαλιωτικη  αποικία. Η αρχαία  ελληνική  πόλη  είχε  περίπου  την  ίδια  έκταση.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ  ΑΠΟ  ΤΟ  ΜΕΡΟΣ  Α΄

            Οι  Κέλτες  επεκτείνονταν  βαθμιαία  εις  βάρος  των  Λιγύρων,  είτε  με  την  κατάκτηση  είτε  με  την  απευθείας  υιοθέτηση  του  πολιτισμού  Λα  Τεν  από  τους  δεύτερους  και  έτσι  τον  επερχόμενο  εκ-κελτισμό  τους.    Αρχικά  οι  Μασσαλιώτες  δεν  συγκρούστηκαν  με  τους  νεοφερμένους.  Όπως  είδαμε,  οι  δύο  λαοί  γνωρίζονταν  πολύ  καλά  από  τις  εμπορικές  συναλλαγές  τους  και  την  ευεργετική  επίδραση  της  Μασσαλίας.  Τώρα  είχαν  πλέον  και  εδαφική  επαφή.  Εκτός  από  τα  κοινά  εμπορικά  συμφέροντα  είχαν  και  κοινά  πολιτικά,  καθότι  αμφότεροι  κυβερνούσαν  υποτελείς  λιγυρικούς  πληθυσμούς.  Στις  αρχές  του  4ου  αιώνα,  η  καθαυτό  Γαλατία  είχε  γίνει  εξολοκλήρου  σφαίρα  της  μασσαλιώτικης  επιρροής.  Για  αυτόν  τον  λόγο  οι  Μασσαλιώτες  αδιαφορούσαν  πάντοτε  για  τον  έλεγχο  της  Ιβηρικής  και  των  Στηλών  του  Ηρακλή  (σημερινό  Γιβραλτάρ),  τον  οποίο  είχαν  αφήσει  στους  Καρχηδονίους.  Το  μόνο  ενδιαφέρον  για  τους  δύο  λαούς  πέρα  από  τις  Ηράκλειες  Στήλες  ήταν  ο  κασσίτερος  των  Κασσιτερίδων  νήσων  (μάλλον  τα  νησιά  Σίλλυ  της  βρετανικής  ακτής),  τον  οποίο  ωστόσο,  οι  Μασσαλιώτες  προμηθεύονταν  χωρίς  προβλήματα  από  τους  χερσαίους  δρόμους  της  Γαλατίας.  Αντιθέτως,  οι  Καρχηδόνιοι  έπρεπε  να  διενεργήσουν  το  μακρύ  και  επικίνδυνο  θαλάσσιο  ταξίδι  από  την  Μεσόγειο  μέχρι  την  Βρετανία  προκειμένου  να  τον  προμηθευτούν  εφόσον  οι  δρόμοι  της  Γαλατίας  παρέμειναν  για  πάντα  κλειστοί  για  αυτούς.  Λόγω  αυτής  της  κατάστασης  υπήρχε  μια  «άτυπη»  συμφωνία  μεταξύ  Μασσαλίας  και  Καρχηδόνας,  σύμφωνα  με  την  οποία  η  Γαλατία  ήταν  σφαίρα  επιρροής  της  πρώτης  ενώ  η  Ιβηρική  αποτελούσε  χώρο  της  δεύτερης.  Αργότερα  η  συμφωνία  έγινε  επίσημη  με  τον  καθορισμό  του  ποταμού  Ίβηρα  της  Ισπανίας  ως  συνόρου  ανάμεσα  στις  δύο  σφαίρες.

 penteconter

Αρχαία  ελληνική  πεντηκόντορος, το  πλοίο  που  χρησιμοποίησαν  οι  Φωκαείς οι  οποίοι  ίδρυσαν τη  Μασσαλία  και  πολλές  ακόμη  αποικίες  στη  Δυτική  Μεσόγειο.  Οι  Μασσαλιώτες  στηρίχθηκαν  στην  πεντηκοντορο  έως  την  υιοθέτηση  της  κορινθιακής  τριήρους.

          Η  Μασσαλία  έστειλε  από  νωρίς  τους  θαλασσοπόρους  της  να  εξερευνήσουν  τις  ακτές  του  Ατλαντικού.  Τον  6ο  αιώνα  π.Χ.  ο  Ευθυμένης  και  οι  άνδρες  του  πέρασαν  το  Γιβραλτάρ  και  περιέπλευσαν  τις  αφρικανικές  ακτές  μέχρι  τις  εκβολές  του  ποταμού  Σενεγάλη,  κατά  την  πιθανότερη  εκτίμηση.  Πιο  φημισμένος  είναι  ο  Πυθέας  ο  οποίος  ακολούθησε  την  αντίθετη  κατεύθυνση  με  προορισμό  του  τις  παγωμένες  θάλασσες  του  βορρά  (περί  το  335-330  π.Χ.).  Μερικοί  σύγχρονοι  ιστορικοί  έχουν  υποθέσει  ότι  η  αποστολή  του  χρηματοδοτήθηκε  από  τον  Μέγα  Αλέξανδρο,  ο  οποίος  την  ίδια  εποχή  συνέτριβε  τους  Πέρσες  στην  Ασία.  Ο  μεγάλος  κατακτητής  σκόπευε  μελλοντικά  να  στρέψει  τις  στρατιές  του  προς  την  Δύση,  για  αυτό  χρειαζόταν  πληροφορίες  για  τις  χώρες  της.  Σύγχρονοι  Ευρωπαίοι  ερευνητές  θεωρούν  ότι  ο  Πυθέας  χρησιμοποίησε  ένα  από  τα  πλοία  των  Γαλατών  ναυτικών,  π.χ.  τα  σκάφη  των  Αρμορικανών  Ενετών.  Εντούτοις,  δεν  τα  χρειαζόταν  παρά  την  κατασκευαστική  ποιότητα  τους ,  επειδή  το  πλοίο  του  ήταν  κατά  πάσα  πιθανότητα  ολκάδα,  ελληνικό  εμπορικό  σκάφος  το  οποίο  λόγω  του  «ημισφαιρικού»  σχήματος  του  μπορούσε  να  αντεπεξέλθει  στα  υψηλά  κύματα  του  Ατλαντικού  (σε  αντίθεση  με  την  τριήρη  που  θα  κινδύνευε  να  βυθιστεί).

Η  παράδοση  η  οποία  αναφέρει  ότι  οι  Καρχηδόνιοι  φρουρούσαν  το  στενό  του  Γιβραλτάρ  και  δεν  άφηναν  κανέναν  να  πλεύσει  στον  Ατλαντικό  χωρίς  την  άδεια  τους,  δεν  έχει  ιστορική  αξία.  Οι  Φοίνικες  δεν  μπορούσαν    να    εμποδίσουν    τους    Μασσαλιώτες  να  βγουν    στον  Ωκεανό,  όταν  αυτοί  το  ήθελαν.  Οι  θαλασσομάχοι  της  Μασσαλίας  είχαν  νικήσει  αρκετές  φορές  τον    καρχηδονιακό  πολεμικό  στόλο,  όπως    δείχνουν  τα  τρόπαια  από  ναυτικές  νίκες  και  τα  ανάλογα  αφιερώματα  τους  στους    Δελφούς  (Θουκυδίδης,  Ιουστίνος,  Στράβων  και  Παυσανίας).  Εξάλλου  ο  Πυθέας  αναφέρει  σε  αποσπάσματα  του  έργου  του,  ποταμούς  της  Ιβηρικής  οι  οποίοι  χύνονται  στον  Ατλαντικό,  αναφορά  που  σημαίνει  ότι  περιέπλευσε  την  εν  λόγω  χερσόνησο.  Είναι    μάλλον  απίθανη  η  άποψη  ότι  αν  οι    Μασσαλιώτες  ήθελαν  πραγματικά  να  πλεύσουν  στον  Ατλαντικό,  θα  εμποδίζονταν  από  τους    Καρχηδονίους.  Αντίθετα, ενας  Βρετανός  ιστορικός  παρέχει  ενδείξεις  σύμφωνα  με  τις  οποίες  υπάρχει  η  πιθανότητα  οι  Μασσαλιώτες  και  οι  Καρχηδόνιοι  να  συνεργάσθηκαν  κατά  τις  εξερευνήσεις  τους  στον  Ατλαντικό.

Gyptis ,french 1875

Ρομαντική  γαλλική  απεικόνιση  του  1875  του  μύθου  της  ίδρυσης  της  Μασσαλίας:  η  πριγκήπισσα  Γύπτις  προσπερνά  αδιάφορη  τους  απογοητευμένους  εντόπιους  μνηστήρες  και  επιλέγει  τον  Ελληνα  Πρώτη.

            Ο  Πυθέας  και  οι  άνδρες  του  περιέπλευσαν  τις  ατλαντικές  ακτές  της  Ευρώπης  και  διέσχισαν  το  στενό  της  Ιρλανδικής  θάλασσας  που  χωρίζει  την  Ιρλανδία  από  την  Μεγάλη  Βρετανία.  Έφτασαν  μέχρι  την  Ισλανδία  ή  σύμφωνα  με  άλλες  απόψεις,  μέχρι  τα  νησιά  Σέτλαντ  ή  τη  Νορβηγία.  Στο  ίδιο  ή  σε  άλλο  ταξίδι,  περιέπλευσαν  τις  ακτές  της  Βόρειας  Θάλασσας  και  ανακάλυψαν  την  Βαλτική  που  ήταν  άγνωστη  έως  τότε  στον  κόσμο  της  Μεσογείου.  Ο  Πυθέας  παρατηρούσε  τους  λαούς  που  συναντούσε  και  κατέγραψε  πολλά  στοιχεία  σχετικά  με  τον  βίο  και  τον  πολιτισμό  τους  σε  σχετικό  έργο  του.  Οι  περισσότερες  φυλές  ήταν  γαλατικές-κελτικές και  γερμανικές.  Παρότι  το  έργο  του  δεν  διασώθηκε,  τα  αποσπάσματα  του,  τα  οποία  παραδίδονται  από  άλλους  αρχαίους  συγγραφείς,  αποτελούν  σπουδαία  πηγή  σχετικά  με  τον  γαλατικό  και  γερμανικό  κόσμο  της  εποχής  του.

            Η  μασσαλιωτική  επιρροή  στους  Γαλάτες  είναι  περισσότερο  εμφανής  στην  ελληνο-γαλατική  πόλη  Γλάνο  (Glanum)  της  Προβηγκίας.  Ο  Πτολεμαίος  την  αναφέρει  ως  πόλη  των  Σαλύων  Γαλατων  αλλά  θεωρείται  βέβαιο  ότι  κατά  την  ελληνιστική  περίοδο  ένα  μέρος  του  πληθυσμού  της  ήταν  Έλληνες  από  την  Μασσαλία.  Η  πόλη  απέκτησε  τότε  πολλές  ελληνικές  επιρροές,  που  φαίνονται  περισσότερο  στην  αρχιτεκτονική  των  κτιρίων.  Οι  κάτοικοι  της  έφθασαν  να  έχουν  και  ελληνικό  «εθνικό»  (πολιτειακή  ονομασία).  Καλούνταν  «Γλανικοί».  Αλλά  δεν  χάθηκαν  τα  γνήσια  γαλατικά  στοιχεία.  Εκτός  από  τις  γαλατικές  επιγραφές,  ανασκάφηκε  και  ένα  σημείο  της  πόλης  όπου  καρφώνονταν  σε  πασσάλους  οι  αποκομμένες  κεφαλές  ηττημένων  εχθρών  των  Γλανικών,  χαρακτηριστική  κελτική  συνήθεια.    Η  ελληνική  επιρροή  δεν  περιορίστηκε  στο  Γλάνο.  Κατά  την  ελληνιστική  περίοδο  η  πρωτεύουσα  των  Σαλύων,  στην  σύγχρονη  θέση  Εντρεμόντ  (Entremont),  ξανακτίστηκε  με  ελληνικό  πολεοδομικό  σχέδιο.  Στην  θέση  του  παλαιού  γαλατικού  φρουρίου,  ιδρύθηκε  μια  μεγάλη  πόλη  με  πρότυπο  την  γειτονική  της  Μασσαλία.  Και  στο  Εντρεμόντ  τα  ελληνικά  στοιχεία  συνυπήρχαν  με  τα  αποκομμένα  κρανία,  καρφωμένα  στα  τείχη  της  πόλης.

Massalia coin

Νόμισμα  Μασσαλίας.

            Η  συμμαχία  της  Μασσαλίας  με  την  Ρώμη  χρονολογείτο  από  τα  χρόνια  της  ίδρυσης  τους.  Το  132  π.Χ.  η  πρώτη  έσωσε  την  μητρόπολη  της  Φώκαια,  από  την  καταστροφή  της  από  τον  ρωμαϊκό  στρατό,  όταν  μεσολάβησε  υπέρ  της  στην  ρωμαϊκή  Σύγκλητο.  Η  Μασσαλία  βοήθησε  σημαντικά  τη  Ρώμη  στον  «Διπλό»  Καρχηδονιακό  πόλεμο  (264-201  π.Χ.).  Εξάλλου  η  Καρχηδόνα  αποτελούσε  τον  μεγαλύτερο  εχθρό  αμφοτέρων  των  πόλεων.  Μετά  την  τελική  ήττα  του  Αννίβα,  οι  Ρωμαίοι  επεξέτειναν  την  στρατιωτική  παρουσία  τους  στη  χώρα  της  Μασσαλίας  προκειμένου  να  εξασφαλίσουν  ασφαλή  χερσαία  οδό  από  την  Ιταλία  προς  τις  ισπανικές  επαρχίες  τους.  Οι  Σάλυες  θορυβήθηκαν  από  τη  ρωμαϊκή  προώθηση  και  επιτέθηκαν  στη  Μασσαλία  (154  π.Χ.).  Οι  Μασσαλιώτες  και  οι  Ρωμαίοι  τους  απέκρουσαν  αλλά  το  125  οι  Σάλυες  επανήλθαν  ενισχυμένοι  με  τους  Αλλόβριγες,  γειτονικό  γαλατικό  λαό.  Η  Ρώμη  έστειλε  μια  υπατική  στρατιά  η  οποία  νίκησε  τους  Γαλάτες.  Αυτή  η  εξέλιξη,  παρότι  σωτήρια  για  τη  Μασσαλία,  τη  μετέτρεψε  ουσιαστικά  σε  μια  από  τις  υποτελείς  συμμάχους  (socii)  της  Ρώμης  (122  π.Χ).    Σε  αντάλλαγμα,  η  πολιτική  χώρα  της  επεκτάθηκε  χάρις  στα  γαλατικά  εδάφη  που  της  παρέδωσαν  οι  Ρωμαίοι.

Λίγο  αργότερα  οι  ρωμαϊκές  στρατιές  υπέταξαν  οριστικά  και  τους  Σάλυες  και  Αλλόβριγες    ενώ  η  κατάκτηση  προχώρησε  έως  τα  Πυρηναία,  υποτάσσοντας  τους  Ουόλκες  Γαλάτες  (118  π.Χ.).  Οι  Ρωμαίοι  ενοποίησαν  σε  μια  νέα  επαρχία  την  κατακτημένη  περιοχή,  η  οποία  έφτανε  μέχρι  τη  σύγχρονη  λίμνη  της  Γενεύης.  Εκχώρησαν  περίπου  το  ένα  τρίτο  των  κατακτημένων  περιοχών  στη  Μασσαλία  η  οποία  πλούτισε  περισσότερο.  Τα  υπόλοιπα  εδάφη  αποτέλεσαν  τη  ρωμαϊκή  επαρχία  της  Ναρβωνικής  Γαλατίας,  την  οποία  οι  Ρωμαίοι  αποκαλούσαν  συχνά  απλά  η  «Επαρχία»  (Provincia)  σε  αντιδιαστολή  με  την  υπόλοιπη  Γαλατία  που  ήταν  ελεύθερη.  Από  αυτήν  την  συνήθεια  τους  προέρχεται  η  σημερινή  γαλλική  τοπωνυμική  ονομασία  «Προβηγκία»  για  την  εν  λόγω  περιοχή.

Διάγραμμα  της  αρχαίας  Μασσαλίας  του  1840.  Στο  κέντρο αριστερά  διακρίνεται  το  αρχαίο  λιμάνι (Λακυδων). 

            Στους  ρωμαϊκούς  εμφυλίους  πολέμους  η  Μασσαλία  υποστήριξε  τον  Μάριο  έναντι  του  Σύλλα  και  κατά  την  διαμάχη  μεταξύ  Πομπηίου  και  Καίσαρα,  συντάχθηκε  με  τον  πρώτο.  Ο  στρατός  του  Καίσαρα  την  πολιόρκησε  και  την  κατέλαβε  παρά  τη  γενναία  προσπάθεια  του  μασσαλιώτικου  ναυτικού  εναντίον  των  ρωμαϊκών  πλοίων  (49  π.Χ.).  Ο  Καίσαρ  δεν  κατέστρεψε  την  πόλη    αλλά  της  αφαίρεσε  σχεδόν  όλες  τις  κτήσεις  της,  εκτός  της  Νίκαιας,  καθώς  και  τους  θησαυρούς  της.  Η  Μασσαλία  προσαρτήθηκε  ουσιαστικά  στο  ρωμαϊκό  κράτος.  Παρά  την  λεηλασία  της  και  τον  εμπορικό  ανταγωνισμό  της  γειτονικής  ρωμαϊκής  αποικίας  Ναρβώνος,  συνέχισε  να  αποτελεί  μια  πλούσια  εμπορική  πόλη  με  φημισμένες  ελληνικές  σχολές  ιατρικής,  φιλοσοφίας  και  άλλων  επιστημών,  στις  οποίες  φοιτούσαν  πολλοί  Ρωμαίοι  αλλά  και  Γαλάτες  πλέον.  Η  ιωνική  διάλεκτος  της  χάθηκε  υπέρ  της  λατινικής  μόλις  τον  3ο  αιώνα  μ.Χ.  Σήμερα,  υπάρχει  στην  είσοδο  του  λιμένα  της  ογκώδης  μεταλλική  πλάκα  τοποθετημένη  από  τον  Δήμο  των  Μασσαλιωτών,  στην  οποία  αναγράφεται  ότι  σε  αυτό  το  σημείο  αποβιβάστηκαν  Έλληνες  άποικοι  το  600  π.Χ.  οι  οποίοι  ιδρυσαν  την  πόλη.

Περικλής  Δεληγιάννης

ΠΗΓΕΣ

(1)   Τίτος    Λίβιος,  ΡΩΜΑΪΚΗ    ΙΣΤΟΡΙΑ  (Ab    Urbe    Condita)

(2)   Παυσανίας:  ΕΛΛΑΔΟΣ  ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ,  ΒΟΙΩΤΙΚΑ-ΦΩΚΙΚΑ

(3)   Ιούλιος  Καίσαρ:  ΓΑΛΑΤΙΚΟΣ  ΠΟΛΕΜΟΣ

(4)   Πολύβιος:  ΙΣΤΟΡΙΑΙ

(5)   Διόδωρος    Σικελιώτης  :  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ    ΙΣΤΟΡΙΚΗ

(6)   Στράβων:  ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ

(7)   Θουκυδίδης:  ΙΣΤΟΡΙΑΙ